κερασιά
From LSJ
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
Greek Monolingual
και κερασία και κερασέα, η (ΑΜ κερασία, Μ και κερασέα)
οπωροφόρο φυλλοβόλο δέντρο που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια ροδίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κέρασος, που έδωσε αρχικά κερασ-έα (κατά τα μηλ-έα, πτελ-έα) και κατόπιν με μετάθεση του τόνου και συνίζηση κερασιά].