τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect
τοκεφαλόβρυση, κεφαλάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < Μεταπλασμένος τ. του κεφαλόβρυση, με αλλαγή γένους].