κεφαλόβρυσο

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

το
κεφαλόβρυση, κεφαλάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μεταπλασμένος τ. του κεφαλόβρυση, με αλλαγή γένους].