κισσηρεφής

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσηρεφής Medium diacritics: κισσηρεφής Low diacritics: κισσηρεφής Capitals: ΚΙΣΣΗΡΕΦΗΣ
Transliteration A: kissērephḗs Transliteration B: kissērephēs Transliteration C: kissirefis Beta Code: kisshrefh/s

English (LSJ)

κισσηρεφές, (ἐρέφω) ivy-clad, Call.Epigr.in Berl.Sitzb.1912.548, Philostr.Dial.2, prob. for κισσηφερής in Suid.

German (Pape)

[Seite 1442] ές, mit Epheu bedeckt, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κισσηρεφής: -ές, (ἐρέφω) κισσῷ ἐστεγασμένος, Σουΐδ., κατὰ Schneid, ἀντὶ κισσηφερής.

Greek Monolingual

-ές (Α κισσηρεφής, -ές)
ο καλυμμένος με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ηρεφής (< ἐρέφω «καλύπτω»), πρβλ. νυκτηρεφής, πετρηρεφής. Το -η- λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].