κισσοφορώ
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Greek Monolingual
κισσοφορῶ, αττ. τ. κιττοφορῶ, -έω (Α) κισσοφόρος
1. στολίζομαι με κισσό
2. πιθ. (για τραγικούς υποκριτές, δηλ. ηθοποιούς) βρίσκομαι σε βακχικό ενθουσιασμό.