κλήθρινος
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
Full diacritics: κλήθρινος | Medium diacritics: κλήθρινος | Low diacritics: κλήθρινος | Capitals: ΚΛΗΘΡΙΝΟΣ |
Transliteration A: klḗthrinos | Transliteration B: klēthrinos | Transliteration C: klithrinos | Beta Code: klh/qrinos |
η, ον, of the alder, ξύλα Ath.Mech.17.15 (κλείθρ- codd.).
κλήθρινος, -ίνη, -ον (Α) κλήθρα
αυτός που προέρχεται από το δέντρο κλήθρα («ξύλα κλήθρινα», Αθήν. Μηχ.).