κλήρωμα

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96

German (Pape)

[Seite 1452] τό, das Loos, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

κλήρωμα: τό, τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον εἴς τινα, δώρημα, Εὐστ. Πονημάτ. 23. 4.

Greek Monolingual

κλήρωμα, τὸ (AM) κληρώ
μσν.
αυτό που έχει απονεμηθεί σε κάποιον με κλήρο, το δώρημα
αρχ.
πεπρωμένο, μοίρα.