κλειτορίζω
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
v. κλειτοριάζω.
German (Pape)
[Seite 1448] dasselbe, Sp., Poll. 2, 174.
French (Bailly abrégé)
caresser le clitoris.
Étymologie: κλειτορίς².
Greek Monolingual
κλειτορίζω (Α)
βλ. κλειτοριάζω.