κληρονομικότητα
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
Greek Monolingual
η
1. η ιδιότητα ή το γνώρισμα του κληρονομικού
2. βιολ. η μεταβίβαση τών φυσικών και διανοητικών χαρακτηριστικών από τους γονείς στους απογόνους μέσω βασικών μονάδων που καλούνται γονίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κληρονομικός. Η λ., στον λόγιο τ. κληρονομικότης, μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου].