κλονώδης

From LSJ

δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα → for Artemis taught him how to shoot all wild beasts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλονώδης Medium diacritics: κλονώδης Low diacritics: κλονώδης Capitals: ΚΛΟΝΩΔΗΣ
Transliteration A: klonṓdēs Transliteration B: klonōdēs Transliteration C: klonodis Beta Code: klonw/dhs

English (LSJ)

ες, agitated, Gal.8.554, al. Adv. κλονωδῶς Id.9.79.

German (Pape)

[Seite 1456] ες, voll Unruhe u. Unordnung, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κλονώδης: -ες, (εἶδος) θορυβώδης, ταραχώδης, Γαλην. 8. 34Ε, 268Ε.

Greek Monolingual

-ες (AM κλονώδης, -ῶδες) κλόνος
αυτός που γίνεται με ταραχή ή με σπασμούς, σπασμωδικόςκλονώδης σφυγμός», Γαλ.)
νεοελλ.
αυτός που υφίσταται κλονισμούς.