πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
η
ιατρ. μερική συνήθως σύγκλειση του κόλπου, για αντιμετώπιση, τις πιο πολλές φορές, της πρόπτωσης της μήτρας σε ηλικιωμένες γυναίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colpocleisis < colpo- (< κόλπος) + -cleisis (< κλεῖσις < κλείω)].