κονδυλοειδής
From LSJ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
English (LSJ)
κονδυλοειδές, = κονδυλώδης, ἐξοχαί Ruf.Oss. 15.
Greek Monolingual
-ές (Α κονδυλοειδής, -ες)
αυτός που έχει μορφή κονδύλου, κονδυλώδης, εξογκωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδυλος + -είδης].