κορμάκι

From LSJ

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source

Greek Monolingual

το (Μ κορμάκιν) κορμί
(θωπευτικά) μικρό κορμί, σωματάκι
νεοελλ.
εφαρμοστό ρούχο γυμναστικής ή μπαλέτου.