κορυβάντιος
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Greek Monolingual
κορυβάντιος, -ία, -ον (ΑM) Κορύβας
1. κορυβάντειος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κορυβάντιον
(κατά τον Θησ. Στεφ.) «περίθεμα κεφαλής ἐγκόσμιον, καλόν».