κορώνω

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

1. κάνω κάτι διάπυρο, πυρακτώνω
2. εξερεθίζω, φλογίζω («το κρασί μέ κόρωσε»)
3. πυρακτώνομαι, φλέγομαι
4. γίνομαι κατακόκκινος από θυμό, εξοργίζομαι
5. (για πάθος) φτάνω σε μεγάλη ένταση, εξάπτομαι («εκόρωσε το πείσμα του»)
6. (για χώρο) γεμίζω κάπνα
7. φρ. «άναψε και κόρωσε» — οργίστηκε πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρος (Ι) «κορεσμός»].