κοσμοποιία
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ἡ,
A creation, Arist.Metaph.985a19, Stoic.2.191, Str. 15.1.59, Ph.1.1, Dam.Pr.270, etc.
2 title of a work by Empedocles, Arist.Ph.196a22; applied to the opening chapters of Genesis, Ph. l.c.
II = κόσμησις, CPHerm.p.79 W.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμοποιία: ἡ δημιουργία, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 5· ― ὄνομα ἔργου τινὸς τοῦ Ἐμπεδοκλέους, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 2. 4, 5· πρβλ. κοσμογονία.
Spanish
Greek Monolingual
κοσμοποιΐα, ἡ (ΑM) κοσμοποιός
η δημιουργία του κόσμου («Ἀναξαγόρας... νοῦν καὶ θεὸν πρῶτος ἐπαγαγόμενος τῇ κοσμοποιΐα», Θεμίστ.)
αρχ.
1. κόσμηση, στολισμός
2. τίτλος συγγράμματος του Εμπεδοκλέους.
Léxico de magia
ἡ creación del mundo prob. una fórmula o invocación κατέχων τὴν πινακίδα καὶ τὸ γραφεῖον, καὶ λέγε τὴν κοσμοποιίαν sujetando la tablilla y el estilo, recita la creación del mundo P XIII 697