κουκκίδα

From LSJ

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source

Greek Monolingual

και κουκίδα, η
1. στίγμα
2. το σημείο της τελείας
3. φρ. «τρεις κουκκίδες» — το σημείο τὼν αποσιωπητικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουκκίδα (ορθτ. αντί κουκίδα) < κόκκος + υποκορ. κατάλ. -ίς, -ίδος, με κώφωση του -ο-].