κουλαίνω

From LSJ

ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth

Source

Greek Monolingual

και κουλλαίνω κουλός
1. κάνω κάποιον κουλό, ανάπηρο στα χέρια («κουλάθηκε στον πόλεμο»)
2. χτυπώ το χέρι κάποιου και τον κάνω να παραλύσει από τον πόνο («του έριξε το βιβλίο πάνω στο χέρι και τον κούλανε»).