κοψομύτης
From LSJ
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
Greek Monolingual
ο, θηλ. κοψομύτα
αυτός που έχει κομμένη μύτη, κουτσομύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -μύτης (< μύτη), πρβλ. σουβλομύτης, ψηλομύτης.