κούντρος

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Greek Monolingual

ο
ναυτ. κατηγορία ιστίων πλοίου (α. «μεγάλος κούντρος» — σίπαρος
β. «πλωριός κούντρος» — σιπάριο).