κρανιά

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek Monolingual

και κρανεία και κρανία και κρανέα, η (Α κράνεια και κρανία, Μ κρανέα)
ονομασία, κοινή σήμερα, του είδους φυτών Cornus mas του γένους κόρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κράνεια θα πρέπει να προέρχεται < κράνον, μολονότι είναι παλαιότερος και καλύτερα μαρτυρημένος. Με μεταπλασμό του κράνεια σε κρανέα, με αναβιβασμό του τόνου και με συνίζηση προήλθε ο νεοελλ. τ. κρανιά].