κρανιόμετρο

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source

Greek Monolingual

το
ανθρωπολ. όργανο που χρησιμοποιείται για μέτρηση τών διαφόρων διαμέτρων του κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniometre < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -metre (< μέτρον)].