κριθολογία
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
v. κριθολόγος.
Greek Monolingual
κριθολογία και κριθηλογία ἡ (Α) κριθολόγος
το μάζεμα, η συλλογή του κριθαριού.