κριθολογία

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κριθολογία Medium diacritics: κριθολογία Low diacritics: κριθολογία Capitals: ΚΡΙΘΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: krithología Transliteration B: krithologia Transliteration C: krithologia Beta Code: kriqologi/a

English (LSJ)

v. κριθολόγος.

Greek Monolingual

κριθολογία και κριθηλογία ἡ (Α) κριθολόγος
το μάζεμα, η συλλογή του κριθαριού.