κριθολογία
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
v. κριθολόγος.
Greek Monolingual
κριθολογία και κριθηλογία ἡ (Α) κριθολόγος
το μάζεμα, η συλλογή του κριθαριού.