κριθολόγος
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
κριθολόγον, gathering barley: among the Opuntii, a magistrate who kept the barley for sacrifices, Plu.2.292c: —hence κριθολογία, ἡ, Cod.Theod.14.26.1.
German (Pape)
[Seite 1508] Gerste sammelnd; nach Plut. qu. graec. 6 bei den Opuntiern ein Aufseher für die Opfer, der die heilige Gerste besorgen mußte.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
magistrat chargé de préparer l'orge pour les sacrifices, chez les Opuntiens.
Étymologie: κριθή, λέγω².
Russian (Dvoretsky)
κρῑθολόγος: ὁ собиратель ячменя (у опунтиев, лицо, на обязанности которого лежало обеспечение жертвоприношений ячменем) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κριθολόγος: -ον, ὁ συνάγων κριθάς· παρὰ τοῖς Ὀπουντίοις, ὁ ἐπὶ τῶν θυσιῶν ἄρχων, ὁ κομιζόμενος τὰς ἀπαρχάς, Πλούτ. 2. 292Β· ― ἐντεῦθεν κριθολογέω, Θεοδ. Προδρ. Ἐπιγράμμ. σ. 86, 7, ἔ. Suvign., καὶ κριθολογία, ἡ, κῶδ. Θεοδ. τ. 5, σ. 298.
Greek Monolingual
κριθολόγος, -ον (Α)
1. αυτός που μαζεύει κριθάρι
2. (στους Οπουντίους) αυτός που προΐστατο στις θυσίες και έφερε το πρώτο κριθάρι που παραγόταν για να γίνει η θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + -λόγος (< λέγω «συλλέγω»), πρβλ. δασμολόγος, σταχυηλόγος.