κρονείον

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

κρονεῖον, τὸ (Α)
ναός του θεού Κρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος + επίθημα -εῖον (πρβλ. Μουσείον, Πυθείον)].