ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
κρονοδαίμων, -όνος, ό (Α)ανόητος γέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «ανόητος γέρος» + δαίμων.