κυβερνῶ

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source

Mantoulidis Etymological

Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό τὀ οὐσ. κύμβη (=μικρό πλοῖο) + ρίζα ερ- τοῦ ἐρέτης.
Παράγωγα: κυβερνήτης, κυβέρνησις, κυβερνητέον, κυβερνητήρ, κυβερνήτειρα, κυβερνητήριος, κυβερνητικός.