κυμβαλιστής

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυμβᾰλιστής Medium diacritics: κυμβαλιστής Low diacritics: κυμβαλιστής Capitals: ΚΥΜΒΑΛΙΣΤΗΣ
Transliteration A: kymbalistḗs Transliteration B: kymbalistēs Transliteration C: kymvalistis Beta Code: kumbalisth/s

English (LSJ)

κυμβαλιστοῦ, ὁ, cymbal player, player upon cymbals, D.C.50.27.

Greek (Liddell-Scott)

κυμβᾰλιστής: -οῦ, ὁ, ὁ κρούων τὰ κύμβαλα, Δίων Κ. 50. 27.

Greek Monolingual

ο, θηλ. κυμβαλίστριακυμβαλιστής, θηλ. κυμβαλίστρια) κυμβαλίζω
αυτός που κρούει κύμβαλο, παίκτης κυμβάλου.

German (Pape)

ὁ, der Zymbelschläger, -spieler, DC. 50.27.