κυπειρίζω

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

German (Pape)

[Seite 1534] dem κύπειρος ähnlich sein, κατὰ τὴν εὐωδίαν, so riechen wie κύπειρος, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κῠπειρίζω: μέλλ. -ίσω, εἶμαι ὅμοιος κυπείρῳ ἢ μυρίζω ὡς κύπειρος, Διοσκ. 1. 6.

Greek Monolingual

κυπειρίζω, ιων. τ. κυπερίζω (Α) κύπειρον
αναδίδω οσμή κύπερης («νάρδος κυπειρίζουσα κατὰ τὴν εὐωδίαν», Διοσκ.).