κωλοσαύρα

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

κωλοσαύρα, η (Μ)
σαύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωροσαύρα, πιθ. με παρετυμολογική επίδραση του ουσ. κῶλος.