οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
κωλοσαύρα, η (Μ)σαύρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωροσαύρα, πιθ. με παρετυμολογική επίδραση του ουσ. κῶλος.