κωλυσιεργώ

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80

Greek Monolingual

(Α κωλυσιεργῶ, -έω) κωλυσιεργός
νεοελλ.
1. παρεμβάλλω εμπόδια στην εξέλιξη τών εργασιών συνελεύσεως, βουλής ή άλλου σώματος
2. παρακωλύω τη συντέλεση ενός έργου
αρχ.
εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι.