κωποδέτης

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

κωποδέτης, δωρ. τ. κωποδέτας, ὁ (Α)
αυτός που δένει το κουπί στον σκαλμό της λέμβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + δέτης (< δέω «δένω»)].