κόλαστρο

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

Greek Monolingual

το
η κολάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κολάστρα, με αλλαγή γένους, πιθ. με επίδραση του λατ. ουδ. colostrum].