ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
τοη κολάστρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κολάστρα, με αλλαγή γένους, πιθ. με επίδραση του λατ. ουδ. colostrum].