κόρο

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

Greek Monolingual

το
1. ομάδα τραγουδιστών που εκτελούν μαζί μια μουσική φωνητική σύνθεση, χορωδία
2. η μουσική σύνθεση που εκτελείται συγχρόνως από πολλούς τραγουδιστές
3. (στο θέατρο) ο χορός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. coro].