λέπτω

From LSJ

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέπτω Medium diacritics: λέπτω Low diacritics: λέπτω Capitals: ΛΕΠΤΩ
Transliteration A: léptō Transliteration B: leptō Transliteration C: lepto Beta Code: le/ptw

English (LSJ)

v. λέπω II.2.

Greek Monolingual

λέπτω (Α)
τρώγω, κατατρώγωλέπτει
κατεσθίει», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέπω, μεταπλασμένο κατά τους πολλούς ενεστωτ. σχηματισμούς σε -πτω ή με επίδραση του λεπτός.