ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air
το λιχνίζωτο ξεχώρισμα του καρπού τών σιτηρών από το άχυρο με το λιχνιστήρι.
Greek: λίχνισμα; Ancient Greek: ἐκτιναγμός, ἐκτίναξις, λικμητός, πτισμός, ῥαβδισμός, σεννίον; Finnish: viskaaminen; Macedonian: веење; Persian: بوجاری; Polish: wianie; Russian: веяние; Sicilian: cèrniri; Swedish: tröska