λαβρώνιος

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαβρώνιος Medium diacritics: λαβρώνιος Low diacritics: λαβρώνιος Capitals: ΛΑΒΡΩΝΙΟΣ
Transliteration A: labrṓnios Transliteration B: labrōnios Transliteration C: lavronios Beta Code: labrw/nios

English (LSJ)

ὁ, large wide cup, Men.503, Diph.80.1:—also λαβρωνία, ἡ, Eust.1066.3; λαβρώνιον, τό, Men.24.4, Hsch. (λαβρό- cod.); cf. λαβρόνιον.

German (Pape)

[Seite 2] ὁ, ein großer weiter Becher, mit Henkeln versehen, nach Ath. XI, 484 c ἀπὸ τῆς ἐν τῷ πίνειν λαβρότητος, mit Beispielen aus com., vgl. noch 500 e u. 784 a.

Greek (Liddell-Scott)

λαβρώνιος: ὁ, εἶδος Περσικοῦ ποτηρίου μεγάλου καὶ πλατέος ἔχοντος καὶ ὦτα μεγάλα (πιθαν. ἐκ τοῦ λαβή), Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 484C κἑξ.· ὡσαύτως ἀπαντῶσιν οἱ τύποι λαβρωνία, ἡ, (Εὐστ. 1066. 3), καὶ λαβρώνιον, τό, (Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῦσι» 4. 4).

Greek Monolingual

λαβρώνιος, ὁ (AM)
βλ. λαβρώνιον.