λαγαρύζομαι
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
v. λαγαρίζομαι.
German (Pape)
[Seite 3] s. λαγαρίζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγᾰρύζομαι: ἴδε ἐν λέξ. λαγαρίζομαι.
Greek Monolingual
λαγαρύζομαι (Α)
βλ. λαγαρίζομαι.