λαγιάζω
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
Greek Monolingual
1. στέκομαι ακίνητος, ξαπλώνομαι σε ένα μέρος, μαζεύομαι, μουλώνω, ησυχάζω, καταλαγιάζω
2. (για θηράματα) κρύβομαι, μαζεύομαι για να μη γίνω αντιληπτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λαγάζω, κατά τα ρ. σε -ιάζω].