λαρύγγι

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source

Greek Monolingual

το (Α λαρύγγιον) λάρυγξ
νεοελλ.
1. ο λάρυγγας
2. φρ. α) «θα του στρίψω το λαρύγγι» — θα τον πνίξω
β) «έβγαλα το λαρύγγι μου» — φώναξα πάρα πολύ δυνατά
αρχ.
υποκορ. του λάρυγξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαρύγγ-ιον < θ. λαρυγγ-(λάρυγξ) + υποκορ. κατάλ. -ιον].