λαχταριστός

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό λαχταρίζω
1. (για ψάρια) αυτός που σπαρταρά, που είναι ακόμη ζωντανός
2. αυτός που προκαλεί λαχτάρα, επιθυμητός, ελκυστικόςκάτι μήλα λαχταριστά»)
3. γεμάτος αδημονία, αγωνιώδης.
επίρρ...
λαχταριστά
με λαχταριστό τρόπο, με λαχτάρα.