θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
-ή, -ό λαχταρίζω1. (για ψάρια) αυτός που σπαρταρά, που είναι ακόμη ζωντανός2. αυτός που προκαλεί λαχτάρα, επιθυμητός, ελκυστικός («κάτι μήλα λαχταριστά»)3. γεμάτος αδημονία, αγωνιώδης. επίρρ...λαχταριστάμε λαχταριστό τρόπο, με λαχτάρα.