λειπυρία

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειπῠρία Medium diacritics: λειπυρία Low diacritics: λειπυρία Capitals: ΛΕΙΠΥΡΙΑ
Transliteration A: leipyría Transliteration B: leipyria Transliteration C: leipyria Beta Code: leipuri/a

English (LSJ)

λειπῠρ-ίας, λειπῠρ-ικός, λειπῠρ-ιώδης, v. λιπ-.

German (Pape)

[Seite 25] ἡ, = λειπυρίας πυρετός, ὁ, d. i. λειποπυρίας, ein Fieber, das beim Eintritt des Parorysmus sogleich nachläßt, oder nach Anderen von λίαν, mit heftiger Hitze, Medic. Bei Hippocr. auch λιπυρίης.

Greek (Liddell-Scott)

λειπυρία: λειπῠρίας, λειπῠρικός, λειπῠριώδης, ἴδε ἐν λέξ. λιπ-.

Greek Monolingual

λειπυρία, ἡ (Α)
βλ. λιπυρία.