Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λειχούδης

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

και λιχούδης -α -ικο, θηλ. και λ(ε)ιχούδισσα
αυτός που ορέγεται πολύ, που επιθυμεί πολύ τα φαγητά, ιδίως τα εκλεκτά, αδηφάγος, γαστρίμαργος, λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειχ- του λείχω + κατάλ. -ούδης].