Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεκανοπέδιο

From LSJ

Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt

Menander, Monostichoi, 557

Greek Monolingual

το
έκταση εδάφους που έχει σχήμα λεκάνης και περιβάλλεται από βουνά («λεκανοπέδιο της Αττικής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεκάνη + πεδίον «πεδιάδα» (πρβλ. οροπέδιο, υδατοπέδιο). Η λ. είναι πιθ. απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].