λεμονιά

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

και λεϊμονιά και λεμονέα, η
κοινή ονομασία του είδους αείφυλλων φυτών Citrus limon του γένους κίτρο, που ανήκει στα εσπεριδοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεμονέα < λεμόνι + κατάλ. -έα. Ο τ. λεμον-ιά < λεμον-έα, με συνίζηση].