λεοπάρδαλη

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

Greek Monolingual

η
ζωολ.
1. κοινή ονομασία του σαρκοφάγου θηλαστικού Leo pardus ή Panthera pardus, της οικογένειας αιλουροειδή, αλλ. πάνθηρας
2. φρ. «θαλάσσια λεοπάρδαλη» — κοινή ονομασία είδους φώκιας με γκρίζο τρίχωμα και μαύρες κηλίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεόπαρδος, με επίδραση του αρχ. τ. πάρδαλις. Για τη σημ. «λεοπάρδαλη» δανείστηκαν οι ευρωπ. γλώσσες τον τ. λεόπαρδος μέσω του λατ. leopardus (πρβλ. αγγλ. leopard)].