λεπτόψηφος

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόψηφος Medium diacritics: λεπτόψηφος Low diacritics: λεπτόψηφος Capitals: ΛΕΠΤΟΨΗΦΟΣ
Transliteration A: leptópsēphos Transliteration B: leptopsēphos Transliteration C: leptopsifos Beta Code: lepto/yhfos

English (LSJ)

λεπτόψηφον, with small spots, of red porphyry with white granules, Plin.HN36.57.

Greek Monolingual

λεπτόψηφος, -ον (Α)
κατασκευασμένος με λεπτές ψηφίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + ψῆφος (πρβλ. ισόψηφος, ομόψηφος)].