λευκίτας

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source

Russian (Dvoretsky)

λευκίτᾱς: α adj. m белый (κορυπτίλος Theocr.).