κορυπτίλος

From LSJ

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυπτίλος Medium diacritics: κορυπτίλος Low diacritics: κορυπτίλος Capitals: ΚΟΡΥΠΤΙΛΟΣ
Transliteration A: koryptílos Transliteration B: koryptilos Transliteration C: koryptilos Beta Code: korupti/los

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, one that butts with the head, Theoc.5.147: κυρίττολος· κορύπτης, πλήκτης, Hsch.; κορυπτόλης· κερατιστής, Id.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bélier qui donne des coups de corne.
Étymologie: κορύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυπτίλος -ου [κορύπτω] met de hoorns stotend, stoots.

German (Pape)

ὁ, der Stößige, der mit den Hörnern stößt, Theocr. 5.147, v.l. κορύττιλος.

Russian (Dvoretsky)

κορυπτίλος: (ῐ) ὁ бодающийся, бодун (Theocr. - v.l. κορύττιλος).

Greek Monolingual

κορυπτίλος και κυρίττολος και κορυπτόλης, ὁ (Α) κορύπτω
(κατά τον Ησύχ.) «κερατιστής», αυτός που χτυπά με τα κέρατα.

Greek Monotonic

κορυπτίλος: [ῐ], ὁ, αυτός που χτυπά με το κεφάλι, που κουτουλάει, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

κορυπτίλος: ῐ, ὁ, ὁ κτυπῶν διὰ τῆς κεφαλῆς ὡς διὰ κεράτων, Θεόκρ. 5. 147, ἔνθα ὁ Ald. κορυττίλος· παρ’ Ἡσύχ. κυρίττολος (κυρίττιλος Valck.).

Middle Liddell

κορυπτῐ́λος, ὁ,
one that butts with the head, Theocr.