λεύκανση
From LSJ
κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky
Greek Monolingual
η (AM λεύκανσις) λευκαίνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λευκαίνω, άσπρισμα, λεύκασμα
2. κάθαρση, καθάρισμα
νεοελλ.
1. (χημ. τεχνολ.) το σύνολο τών χημικών κατεργασιών που αποσκοπούν στον πλήρη ή μερικό αποχρωματισμό και στην απομάκρυνση ανεπιθύμητων ξένων υλών από προϊόντα της κλωστοϋφαντουργίας και της χαρτοποιίας
2. (ελαίουργ.) ο αποχρωματισμός τών λιπαρών ουσιών ο οποίος γίνεται με σκοπό την εξάλειψη ή την εξασθένιση του φυσικού τους χρώματος.